- απομαρτυρομαι
- ἀπομαρτύρομαιἀπο-μαρτύρομαι(ῡ) решительно утверждать, заверять
(τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απομαρτύρομαι — ἀπομαρτύρομαι (Α) υποστηρίζω κάτι με επιμονή … Dictionary of Greek
ἀπομαρτύρομαι — ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness aor subj mp 1st sg (epic) ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό μαρτύρομαι call to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)